Σήμερα σας παρουσιάζω την ιστορία του Άγγελου, μια φοβερή ιστορία επιστημονικής φαντασίας με μπάσκετ, βαζάκια και διαστημόπλοια. Καλή σας διασκέδαση λοιπόν...
Δεν έχω ιδέα τι συνέβη. Πάντως
είτε ο κόσμος μεγάλωσε, ή εγώ είχα μικρύνει απότομα. Η αυλή του σχολείου φάνταζε
πια τεράστια. Πρέπει να ήμουν τόσο μικρός όσο κι ένα χαλίκι. Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα. Ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό και έστελνε τις ακτίνες του στο προαύλιο του σχολείου μας. Εμείς παίζαμε μπάσκετ και περίμενα να μου πασάρουν την μπάλα για να βάλω καλάθι. Η ώρα περνούσε και η σειρά μου δεν ερχόταν. Ξαφνικά κάτι μαγικό συνέβη, ένα αόρατο χέρι έστειλε την μπάλα στην αγκαλιά μου κι εγώ χωρίς να χάσω την ευκαιρία έβαλα αμέσως καλάθι. Γεμάτος περηφάνια έστρεψα το πρόσωπό μου προς τους συμμαθητές μου για να με συγχαρούν. Εκείνοι ούτε καν με κοίταξαν. Λες και δεν υπήρχα. Ο αγώνας τελείωσε και νίκησε η ομάδα μου. Όλοι μαζί χαρούμενοι και αγκαλιασμένοι πανηγύριζαν, αλλά κανείς τους δεν ακούμπησε τον δικό μου ώμο. Ένιωθα πικραμένος και πολύ μόνος. Είδα τον Χρήστο να με πλησιάζει και αναπήδησα απ' τη χαρά μου. Βιάστηκα όμως να χαρώ. Συνειδητοποίησα ότι ο φίλος μου δε με έβλεπε αφού με έσπρωξε με την άκρη του παπουτσιού του και έφερα τρεις, τέσσερις τούμπες. Πόνεσε το κορμί μου αλλά μεγαλύτερο πόνο ένιωθα στην ψυχή μου. Πολλές σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό μου. Τα μάτια μου δεν άργησαν να βουρκώσουν. Έφυγα για να μη με δει κανείς σε αυτήν την κατάσταση. Τι χαζομάρες λέω όμως; Πώς να με δουν; Αφού γι' αυτούς δεν υπήρχα. Βρέθηκα κάτω από τα σκοτεινά φυλλώματα ενός πεύκου να κλαίω γοερά. Μετά από κάμποση ώρα ένιωσα την ψυχούλα μου πιο ελαφριά, αλλά πονούσε έντονα η σπονδυλική μου στήλη επειδή καθόμουν κουλουριασμένος. Σκέφτηκα να πάω έναν περίπατο. Με το που σήκωσα το κεφάλι μου είδα ένα τεράστιο χέρι που κρατούσε ένα τσιμπιδάκι, με το οποίο με έπιασε και με τοποθέτησε σε ένα γυάλινο σπιτάκι. Άρχισα να ρωτώ πού με πάει. Απάντηση καμιά! Τα αισθήματά μου ανάμεικτα. Για ακόμη μια φορά κανείς δε με άκουγε. Τουλάχιστον όμως κάποιος όχι απλώς με είδε, αλλά με πήρε και μαζί του. Ένα χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπό μου, παρόλο που το άγνωστο με φόβιζε. Μετά από λίγη ώρα με τοποθέτησε σε ένα τεράστιο, πεντακάθαρο δωμάτιο στο οποίο υπήρχαν πολλά σπιτάκια άλλα μικρότερα κι άλλα μεγαλύτερα. Το περιεχόμενο των κουτιών δεν ήταν το ίδιο. Διαφέραμε πολύ μεταξύ μας. Το μόνο κοινό μας στοιχείο ήταν ότι είχαμε όλοι ζωούλες. Δεν άργησα να διαπιστώσω ότι εκείνα τα τεράστια χέρια δεν είχαν και τόσο αγνές προθέσεις. Ο άνθρωπος αυτός σκόπευε να με εκμεταλευτεί. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σαν να ήθελε να βγει από το σώμα μου. Όλες οι προσπάθειες να δραπετεύσω έπεσαν στο κενό. Μετά από κάμποση ώρα μου χορήγησε ένα φάρμακο και τότε βρέθηκα με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο διάστημα. Ήμουν πιλότος διαστημόπλοιου. Ουάου! Σκέφτηκα ότι θα περάσω τέλεια! Έβλεπα τα αστέρια πιο κοντινά, ενώ τα χρώματά τους ήταν πιο καθαρά και δεν τρεμόσβηναν, γιατί δεν παρεμβαλλόταν πια η ατμόσφαιρα. Η θέα της γης ήταν διαφορετική. Τα πάντα φαίνονταν μικρά και τώρα πια δε με φόβιζαν. Ένα σωρό καινούρια πράγματα. Άρχισα να περιεργάζομαι τα αμέτρητα, πολύχρωμα κουμπιά του διαστημόπλοιου. Πάτησα παρατεταμένα ένα από αυτά και αυτό άρχισε να ηχεί ασταμάτητα. Ο ήχος μου φάνηκε γνωστός...
Ήταν το ξυπνητήρι μου!